-
1 ἐνυφαίνω
A weave in as a pattern,[πιλήματι] χρυσοῦ ποικιλίαν Duris 14J.
;τῆς σκιᾶς τὴν πορφύραν Men.561
;ἐν τοῖς ἑπομένοις ἐνυφήνας τὰ Τρωικὰ πάθη Jul.Or.8.240c
:—[voice] Pass., to be inwoven,ζῷα ἐνυφας μένα θώρηκι Hdt.3.47
, cf. 1.203;γράμματα IG2.754.9
, cf. Arist.Mir. 838a22;αὐλαία ἔχουσα Πέρσας-ασμένους Thphr.Char.5.9
; [χιτῶνα] ἀρετῶν ποικίλμασιν ἐνυφασμένον Ph.1.654
: metaph., ἅπαν καλὸν ὄνομα ἐνύφανταιτῇ ποιήσει [τῆς Σαπφοῦς] Demetr.Eloc. 166
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνυφαίνω
-
2 πορφύρα
A purple-fish, Murex trunculus and Purpura haemastoma, S.Fr. 504, Archipp.23, Arist.HA 528a10, al., Speus. ap. Ath.3.86c;τρέφουσα.. πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959
.II purple dye obtained from it, Sapph.44, Hdt.3.22, Isoc. 12.39, Pl.Lg. 847c;ἡ π. ἡ θαλαττία Phylarch.45
J., etc.;π. βαθυτάτη Ael.NA4.36
; used as an application,βρέξαντες ἐν [τῷ νάρδῳ] τὴν π. ἐπιτιθέναι Orib.Eup.3.2
.III = πορφυρίς 1, Plu.Aem.23, etc.: in pl., cloths of purple,πορφύρας πατῶν A.Ag. 957
: collectively in sg.,κωμῳδοῖς.. πορφύραν εἰσφέρων, ὥσπερ οἱ Μεγαρεῖς Arist.EN 1123a23
.IV purple stripe or other adornment of a garment,τῆς σκιᾶς τὴν π. πρῶτον ἐνυφαίνουσ', εἶτα μετὰ τὴν π. τοῦτ' ἔστιν οὔτε λευκὸν οὔτε π. ἀλλ' ὥσπερ αὐγὴ τῆς κρόκης κεκραμένη Men.561
;ποτικεφάλαια.. μὴ ἔχοντα μήτε σκιὰν μήτε πορφύραν IG5(1).1390.24
(Andania, i B.C.), cf. BGU1141.41 (i B.C.), Luc.Par.58, Gal.18(2).791; π. πλατεῖα, = Lat. latus clavus, Plb.10.26.1, Demetr.Eloc. 108 (pl.); π. alone, IGRom.3.1422 ([place name] Prusias).V metaph.,σελήνη οὐρανοῦ π. Secund.Sent.6
. (Perh. formed fromπορφύρεος 11
, cf. μαρμαίρω, μαρμάρεος, μάρμαρος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφύρα
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский